καταπλαστός

καταπλαστός
καταπλαστός, -όν (Α) [καταπλάσσω]
1. αυτός που τοποθετείται ως κατάπλασμα («φάρμακον καταπλαστόν», Αριστοφ.)
2. μτφ. φτειασιδωμένος, προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάπλαστος — κατάπλαστος, ἡ (Α) [καταπλάσσω] κατάπλασμα* …   Dictionary of Greek

  • καταπλαστόν — καταπλαστός plastered over masc/fem acc sg καταπλαστός plastered over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλαστά — καταπλαστός plastered over neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλαστῶν — καταπλάστης one who plasters masc gen pl καταπλαστός plastered over masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”